- πυρεκβολίτης
- πῠρεκβολ-ίτης [ῑ] λίθος, ὁ, stoneA yielding fire, Sch.Luc.VH1.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρεκβολίτης — ὁ, Α (ενν. λίθος) λίθος ο οποίος ήταν ονομαστός για την εκβολή σπινθήρων με τους οποίους άναβαν φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρεκβόλος + κατάλ. ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
πυρεκβολίτας — πυρεκβολίτᾱς , πυρεκβολίτης yielding fire masc acc pl πυρεκβολίτᾱς , πυρεκβολίτης yielding fire masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)